γεφυροσκευή

γεφυροσκευή
η
τα υλικά που απαιτούνται για την κατασκευή μιας στρατιωτικής γέφυρας: Οι στρατιώτες δυσκολεύτηκαν να μεταφέρουν τη γεφυροσκευή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • γεφυροσκευή — η το σύνολο των υλικών για την κατασκευή στρατιωτικών γεφυρών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γέφυρα + σκευή «εξοπλισμός, εξάρτυση». Η λ. (στον λόγιο τ.) γεφυροσκευαί μαρτυρείται από το 1847 στον Γρηγ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • γέφυρα — Τεχνικό έργο που εκτείνεται σε όλο το πλάτος ενός δρόμου, όταν διακόπτεται για ένα διάστημα η συνέχεια του αναχώματος, είτε εξαιτίας των εμποδίων που δεν είναι δυνατόν να εξαλειφθούν, όπως είναι για παράδειγμα τα υδάτινα ρεύματα, μία χαράδρα ή οι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”